- ληίζω
- ληίζομαιseizepres subj act 1st sg (attic)ληίζομαιseizepres ind act 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληίζομαι — ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι) (ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ. β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ ἤπειρον… … Dictionary of Greek
ՔԱՆՑԵՄ — (եցի.) NBH 2 0980 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c ն. καταξένω, ἑκσαρκίζω carpo, carmino, lacero ληΐζω praedor, eripio. (լծ. հյ. քանդել. յն. քսէ՛նօ. քերել, քերթել. թ. գանճա, ճամկ ). Պատառոտելով կամ կոտորելով… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)